- διαμαγνητικότητα
- ηη ιδιότητα του διαμαγνητικού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαμαγνητικότητα — η φυσ. η ιδιότητα τής επαγόμενης μαγνήτισης να έχει αντίθετη φορά προς το μαγνητίζον πεδίο … Dictionary of Greek
διαμαγνητικός — ή, ό αυτός που έχει διαμαγνητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Τιμ. Αργυρόπουλο] … Dictionary of Greek